![20200317_182017-1-800×468](https://metamathesis.edu.gr/wp-content/uploads/2020/03/20200317_182017-1-800x468-1.jpg)
To σποράκι ξύπνησε, άνοιξε αργά τα βλέφαρα και κοίταξε γυρω του. Σκοτάδι. Προσπάθησε να τεντωθεί μα δεν μπορούσε. Για πρώτη φορά, η ζεστή υγρασία του χώματος που μέχρι χτες το έκανε να αισθάνεται σιγουριά κι ασφάλεια, τώρα είχε γίνει αποπνικτική.
Θέλω να φύγω από εδω, είπε μέσα του, να δω τον κόσμο εκεί έξω, να νιώσω ελεύθερο, ν’ ακούσω παιδικές φωνές και το τραγούδι της Ελπίδας.
Χώμα, καλό μου χώμα, θα με αφήσεις να περάσω; ζήτησε με τρυφερή φωνη. Το παγωμένο χωμα αρνήθηκε. Τ’ αποκρίθηκε απότομα πως δεν ήταν ακόμη έτοιμο, δεν είχε έρθει η κατάλληλη στιγμή. Μα το σποράκι ήξερε. Πέταξε ένα καταπράσινο φυντανάκι. Έσπρωξε από την μια, γύρισε από την άλλη και να, πέρασε το εμπόδιο!
Ω, τι έκπληξη! Μετά το σκούρο, υγρό χώμα το περίμενε ένα τριζοβολιστά παγωμένο, πολύ παγωμένο στρώμα χιονιού.
Χιόνι, καλό μου χιόνι, θα λιώσεις λίγο να με αφήσεις να ανέβω? ζήτησε με την τρυφερή του φωνή. Όμως και το χιόνι αρνήθηκε. Είναι παγωνιά εκεί έξω, του φώναξε. Είσαι τρελό? Πού πας? Θα ξεπαγιασεις! Το φυντανάκι μας δεν έδωσε σημασία. Πάτησε γερά τις ρίζες στην γη, ρούφηξε χυμούς, πήρε βαθιές ανάσες κι έσπρωξε με δύναμη προς τα πάνω.
Ω, κι άλλη έκπληξη! Μετά το παγωμένο αστραφτερό χιόνι, εκεί εξω το περίμενε ο βοριάς! Το μανιασμένο φύσημα βούιζε γύρω του και το σουβλιζε σαν μυριάδες καρφίτσες. Μα ακόμα κι έτσι, πόση ομορφιά είχε ο έξω κόσμος! Πόση μαγεία ο απέραντος γαλανός ουρανός, πόση σοφία οι κουβέντες των φύλλων που θρόιζαν πάνω απ’ το κεφάλι του, πόση βαθιά χαρά και περηφάνια που τα ‘χε καταφερει.
Βοριά, καλέ μου Βοριά, θα σταματήσεις για λίγο να φυσάς? Θα με αφήσεις να μεγαλώσω? ζήτησε με την τρυφερή του φωνή. Εγώ είμαι βοριάς και θα φυσάω. Εσύ ας μην έβγαινες αν δεν ήσουν έτοιμο, ήρθε απότομα η απάντηση. Μα το σποράκι χαμογέλασε. Η καρδιά του ήταν ανοιχτή, ο νους ξεκάθαρος. Το ‘νιωθε πως άξιζε, το πίστευε βαθιά πως μπορούσε. Έσκυψε το κεφαλακι, τυλίχτηκε στα πουπουλένια σέπαλα του και, σαν μαγικά, ο αέρας χαμήλωσε, σαν να το έσπρωχνε τώρα να μεγαλώσει…σαν να του ‘λεγε να στήσει αυτί στο φως.
Κι αλήθεια, σε λιγο ξημέρωσε, ο ήλιος λαμπερός. Μια τρυφερή ακτίνα απαλοχάιδεψε τα βελουδένια του πέταλα. Κι εκείνη ακριβώς τη στιγμή, σαν τραγούδι από τα πιο βαθιά όνειρά του, έφτασε στ’ αυτιά του η φωνή του παιδιού που χοροπηδώντας κουτρουβαλούσε προς το σχολείο κρατημένο απ’ το χέρι της μητέρας του.
Μαμά, μανούλα κοίτα! Ένα χιονοκρινάκι! Μα δεν είναι ομορφο? Πώς το περίμενα! Ήρθε επιτέλους η Άνοιξη!