Από καιρό το πουλάκι κοίταζε μελαγχολικό τον κόσμο πίσω από τα κάγκελα του κλουβιού του. Έξω απ’ το παράθυρο οι εποχές άλλαζαν. Το δέντρο της αυλής άλλοτε στόλιζε τα κλαδιά του με αφράτο, κριτσινιστό χιόνι, κι άλλοτε μοσχομύριζε την γειτονιά με τα ροδόλευκα χρώματα της Ανοιξης. Κι εκείνη την χρονιά, ο Φλεβάρης έφερε χεράκι – χεράκι τον Μάρτη. Έξω απ’ το παράθυρο, εκείνο παρατηρούσε τα χελιδόνια να κάνουν γενναίες βουτιές προς το μέρος του καθώς έψαχναν κλαδάκια για τις φωλιές τους. Μερικά μάλιστα κάθονταν στο γείσο του παραθύρου για λίγο, έγερναν το κεφαλάκι τους και το κοιτούσαν με απορία. “Πως γίνεται ένα πλάσμα φτιαγμένο να απολαμβάνει τον άνεμο να βρίσκεται κλεισμένο μέσα σ’ ένα κλουβί? Πως το αντέχεις?” του έλεγαν στην πουλίσια γλώσσα τους.
Και ω του θαύματος, κάποια μέρα ο κύριος του σπιτιού άφησε, μαζί με τα πολύχρωμα σποράκια της τροφής και την πόρτα του κλουβιού ανοιχτή… Τι χαρά…τι αναστατωση…τι τρόμος….
Το κουνιστό στήριγμα του κλουβιού χόρευε πέρα δώθε καθώς το πουλάκι αναστατωμένο πηδούσε από εκεί στο πάτωμα κι έπειτα στο άνοιγμα της πορτούλας και πάλι πίσω…ξανά και ξανά… Και κάθε φορά ο τρόμος αυτού που ονειρευόταν τόσον καιρό άνοιγε ένα χάσμα αμφιβολίας μπροστά του. Ούτε την θέα της ολάνθιστης αμυγδαλιάς που του έγνεφε χαμογελαστά, ούτε τα χαρούμενα τιτιβίσματα των άλλων πουλιών που το καλούσαν να πετάξει ελεύθερο, ούτε τον απέραντο γαλάζιο ουρανό, τίποτε δεν αντιλαμβανόταν τώρα πια, χαμένο μέσα στον φόβο του αγνώστου.
Κι όμως, να που λίγο πριν το δειλινό βρήκε επιτέλους το κουράγιο γιατί η λαχτάρα είχει γίνει μεγαλύτερη από τον φόβο, η ανάγκη μέσα του το έσπρωχνε να τολμήσει. Μ’ ένα δυνατό τιναγμα των φτερών πετάχτηκε προς τα έξω. Την ίδια στιγμή η γάτα του σπιτιού όρμησε πάνω του από την κρυψώνα της. Ενα ελάχιστο δευτερόλεπτο και θα το είχε τσακώσει. Ακόμη πιο τρομαγμένο από πριν σωριάστηκε πίσω στο κλουβί. “Να που είχα δίκιο! Να ξέρεις την επόμενη φορά δεν θα γλυτώσεις μονο με ένα φτερό χαμένο.” τιτίβιζε η φωνή μέσα του.
Μα εκείνο είχε πεισμώσει. Ήξερε τώρα, πώς είναι να ανοιγεις τα φτερά. Ήξερε πως νιώθεις όταν ο άνεμος της ελευθερίας σου χαϊδεύει το πρόσωπο.
Και ήταν σίγουρο πως τώρα θα πετύχαινε. Με το βλέμμα εξω υπολόγισε το ύψος, την ταχύτητα, απόλαυσε ξανά και ξανά στο μυαλο του την πρώτη του πτήση, την διαδρομή μέχρι το πρώτο κλαδί, πιο ψηλά…πιο γρήγορα…όταν η γάτα θα κοιτούσε αλλού…
Τα μικρά πουλάκια έχουν από ώρα σταματήσει να τιτιβίζουν για τον τρόμο της πρώτης τους πτήσης καθώς μαζεμένα γύρω του, ακούν με δέος τον πατέρα να τους διηγείται την δική του πρώτη φορά. “Να θυμάστε… Κάποτε θα κοιτάτε πίσω σε αυτή την στιγμή και θα χαμογελάτε. Γιατί όχι τώρα?”